Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τόσσον ἔπ'

См. также в других словарях:

  • τόσσον — τόσος so great masc acc sg τόσος so great neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • PARDUS — Graece πόρδαλις, de mare, πάρδαλις de femina, quae panthera, antiquitus πάρδος, ut dictum; in feris secundum a leone locum occupat: unde in Sacris toties ei iungitur, Cantici c. 4. v. 8. Esai. c. 11. v. 6. Ierem. c. 5. v. 6. etc. Etiam apud… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιλεύσσω — ἐπιλεύσσω (Α) κοιτάζω μακριά («τόσσον τίς τ’ ἐπιλεύσσει, ὅσον τ’ ἐπί λᾱαν ἵησιν» βλέπει τόσο μακριά, όσο πετάει την πέτρα, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεύσσω «βλέπω, κοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

  • ηπύω — ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α) 1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.) 2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.) 3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • πειρώμαι — πειρῶμαι, άομαι, ΝΑ, πειρῶ, άω, Α προσπαθώ να πράξω ή να επιτύχω κάτι, επιχειρώ, αποπειρώμαι, δοκιμάζω («τους Σκύθας παρὰ Φᾱσιν ποταμὸν πειρᾱν ἐς τὴν Μηδικὴν ἐσβαλεῑν», Ηρόδ.) νεοελλ. (η μτχ. μέσ. παρακμ.) πεπειραμένος, η, ο 1. αυτός που έχει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»